Σκέψεις με αφορμή τη Χάνα Άρεντ, την πληθυντικότητα και την κρίση του λόγου
Τι γίνεται όταν η πολιτική χάνει τη φωνή της και οι άνθρωποι παύουν να ακούν ο ένας τον άλλον; Πού αρχίζει η εξουσία και πού τελειώνει ο φόβος; Κι αν η βία δεν είναι δύναμη, αλλά το απομεινάρι μιας κοινωνίας που ξέχασε να συνομιλεί; Η σκέψη της Χάνα Άρεντ παραμένει ανησυχητικά επίκαιρη.
Υπάρχουν στοχαστές που μοιάζουν με φανάρια σε καιρό ομίχλης. Δεν κραυγάζουν για να ακουστούν· απλώς φωτίζουν. Η Χάνα Άρεντ είναι μία από αυτούς. Σε μια εποχή πολιτικής κόπωσης, κοινωνικής μοναξιάς και ακατάπαυστης πόλωσης, η φωνή της ακούγεται σαν υπενθύμιση ότι η πολιτική δεν είναι γραφειοκρατία. Είναι τρόπος να υπάρχουμε μαζί.
Για την Άρεντ, η πολιτική δεν είναι τεχνική διακυβέρνησης, αλλά ένας κοινός τόπος πράξης και λόγου.
Ένας ανοιχτός χώρος όπου οι άνθρωποι δρουν όχι μόνο για να επιβιώσουν, αλλά για να φανερωθούν. «Η εξουσία», γράφει, «δεν είναι ιδιότητα κανενός μεμονωμένου ανθρώπου. Είναι κάτι που αναδύεται όταν οι άνθρωποι ενεργούν μαζί». Και χάνεται – όχι όταν έρχεται κάποιος ισχυρότερος – αλλά όταν διαλύεται αυτό το «μαζί».
Εδώ είναι και η πρώτη ψυχολογική αλήθεια που μας παραδίδει. Στο κέντρο της εξουσίας, δεν βρίσκεται η δύναμη. Βρίσκεται η σχέση. Όπως το παιδί χρειάζεται το βλέμμα του γονέα για να αποκτήσει Εγώ, έτσι και ο πολίτης χρειάζεται τον Άλλον για να νιώσει υπαρκτός. Χωρίς την παρουσία των άλλων, χωρίς διάλογο, χωρίς ανταπόκριση, δεν υπάρχει δημόσιος χώρος. Υπάρχει μόνο εσωτερικός μονόλογος. Και από εκεί, μέχρι την κατάρρευση της δημοκρατίας, η απόσταση είναι μικρή.
Πληθυντικότητα: Ο Άλλος δεν είναι απειλή
Ένα από τα πιο ριζοσπαστικά σημεία της Άρεντ είναι η έννοια της πληθυντικότητας: της αναγνώρισης ότι ο κόσμος δεν είναι ενιαίος, και αυτό δεν είναι πρόβλημα. Αντιθέτως, είναι προϋπόθεση ελευθερίας. Η ποικιλία, οι διαφωνίες, οι διαφορετικές ματιές δεν είναι εμπόδιο στην πολιτική ζωή. Είναι το οξυγόνο της.
Κι όμως, πόσο συχνά σήμερα βιώνεται ο Άλλος ως απειλή; Πόσο συχνά η πολιτική καταλήγει σε ψυχολογικό πεδίο μάχης, όπου αντί για επιχειρήματα πετάμε άμυνες, προβολές και παλιούς φόβους;
Η Άρεντ μάς υπενθυμίζει κάτι που μοιάζει αυτονόητο αλλά συχνά ξεχνιέται: η πολιτική δεν είναι τρόπος να επιβληθείς. Είναι τρόπος να εμφανιστείς και να αναγνωρίσεις τον άλλον.
Όταν φεύγει ο λόγος, έρχεται η βία
Η πιο διαυγής διάκριση που κάνει η Άρεντ —και πιο επίκαιρη από ποτέ— είναι αυτή ανάμεσα στην εξουσία και τη βία. Η βία, λέει, δεν είναι η υπέρτατη μορφή εξουσίας· είναι αυτό που απομένει όταν η εξουσία έχει ήδη χαθεί. Όταν δηλαδή ο διάλογος έχει πεθάνει, η εμπιστοσύνη έχει χαθεί, και κανείς δεν θέλει να πειστεί – μόνο να κερδίσει.
Από τη σκοπιά της ψυχανάλυσης, αυτή η συνθήκη μοιάζει με εσωτερική κατάρρευση του Εγώ. Όταν δεν μπορώ να συνδεθώ, να δω τον άλλο, να ανεχτώ τη διαφωνία, δεν είμαι πια σε θέση για συμβίωση. Η βία γίνεται μηχανισμός άμυνας. Αντί να συνομιλήσουμε, επιτιθέμεθα. Αντί να εξουσιοδοτούμε, καταπιέζουμε.
Και κάπως έτσι χάνεται η δημοκρατία. Όχι απαραίτητα από τανκς, αλλά από σιγή. Από ανθρώπους που παύουν να μιλούν γιατί νιώθουν ότι κανείς δεν ακούει.
Η κρίση είναι κρίση κρίσης
Η Άρεντ, διαβάζοντας τον Καντ, περιγράφει την πολιτική κρίση ως αδυναμία να κρίνουμε. Να μπούμε στη θέση του άλλου, να καταλάβουμε τη δική του οπτική χωρίς να την υιοθετήσουμε. Αυτή η ικανότητα – ενσυναίσθηση, φαντασία, κρίση – είναι βαθιά ψυχική. Όταν καταρρέει, δεν μένει μόνο η πολιτική χωρίς νόημα· μένει και το άτομο χωρίς θέση στον κόσμο.
Η Άρεντ δεν γράφει για «τους άλλους». Γράφει για εμάς. Και μας καλεί όχι να συμφωνήσουμε με όλα όσα λέει, αλλά να μπούμε ξανά στη διαδικασία του σκέφτεσθαι μαζί. Όχι για να ομογενοποιηθούμε, αλλά για να ξαναβρούμε τη φωνή μας — μέσα στη φωνή του Άλλου.
Ίσως τελικά, όπως λέει και η ίδια, η πολιτική να ξεκινά τη στιγμή που κάποιος αποφασίζει να μην σωπάσει. Όχι από ματαιοδοξία. Αλλά γιατί ξέρει πως αν δεν μιλήσει, δεν θα υπάρξει.
Και αν υπάρχει κάτι πιο ανθρώπινο απ’ αυτό, δεν το έχουμε βρει ακόμα.