Το κιαροσκούρο είναι ιταλικός όρος που χρησιμοποιείται στη ζωγραφική ή τη χαρακτική για να περιγραφεί η χρήση έντονων αντιθέσεων μεταξύ φωτεινών και σκοτεινών ή φωτοσκιασμένων σημείων ενός πίνακα. Έτσι και η Καλλιόπη Βελόνια στη νέα, ομώνυμη, συλλογή διηγημάτων προσπαθεί με την τεχνική του κιαροσκούρο και μέσα από την αντιπαράθεση των φωτεινών και σκοτεινών σημείων να μας δώσει πρόσβαση μέσω μιας σκοτεινής κλειδαρότρυπας στις ζωές των άλλων.
Είκοσι μικροδιηγήματα. Κάποια μια σελίδα, κάποια παλαιότερα και κάποια νεότερα. Σε άλλα πειραματίζεται και σε κάποια είναι μετέωρη, σαν να ζει μέσα τους ακόμη. Ορατή η επιρροή από Έλληνες και ξένους συγγραφείς και χαίρομαι που είχε το θάρρος να πειραματιστεί, να ξεπεράσει τα όρια που εμείς οι ίδιοι θέτουμε στους εαυτούς μας και να αφήσει τις ιστορίες να μας μιλήσουν.
Έστησε ένα ψηφιδωτό από :πόνο, αρρώστια, κακοποίηση, απόρριψη, ματαίωση, υποκρισία, μοναξιά, νοσταλγία, λάθος επιλογές, απραγματοποίητους πόθους, οικογενειακές σχέσεις, εφημερία, απόδραση, θρησκεία, πόλεμο, φασισμό, ρατσισμό, ναρκωτικά, αλκοολισμό, εφηβεία, διαφορετικότητα.
Φως και σκοτάδι, ζωή και θάνατος. Θάνατος σε άπειρες μορφές και αιτίες. Θάνατος της καρδιά του μέλλοντος. Θάνατος της αισθητικής. Θάνατος της παράδοσης. Θάνατος ως τιμωρία που δεν αγαπήσαμε τον εαυτό μας. Θάνατος της μεταμέλειας. Θάνατος από ηδονή. Θάνατος του πλανήτη και αναπόφευκτα και δικός μας.
Μαγικός ρεαλισμός, ντοπιολαλιές, ομοιοκαταληξία, πρόζα, παραμύθια των γιαγιάδων, γράμμα, χιούμορ, παρελθόν, λέξεις που ξεχνιούνται αλλά δεν πεθαίνουν, μερικά από τα εργαλεία της συγγραφέως. Σαν να κέντησε ένα μωσαϊκό από φόρμες, με κυρίαρχη δομή τη λιτότητα μεν τη λυρικότητα δε. Ένα μοντέρνο δημοτικό τραγούδι το οποίο θα γραφόταν αν δεν κέρδιζαν οι ιστορίες.
Σχεδόν κάθε διήγημα το προλογίζει είτε απόσπασμα από κάποιο βιβλίο ή ποίημα, είτε ρητά Αρχαίων Ελλήνων και ξένων φιλοσόφων. Και ταιριάζουν τόσο με το κείμενο που αν δεν τα προσπεράσετε θα είναι σαν η μία ιστορία να γεννάει την άλλη. Ενδεικτικά, στο “Νεαρό Ύδωρ” όπου υπάρχει το απόσπασμα από τον “Γυάλινο Κώδων” της Σύλβια Πλαθ, «Με τρομάζει αυτό το σκοτεινό πράγμα που κοιμάται μέσα μου. Όλη τη μέρα αισθάνομαι τα ελαφρά φτερουγίσματά του, τη μοχθηρία του.», προσπαθεί όπως και η μεγάλη αυτή ποιήτρια, να αποδώσει τη σκοτεινή, καταθλιπτική ατμόσφαιρα του διηγήματος, καθώς και την εσωτερική πάλη του πρωταγωνιστή με την ψυχική του κατάσταση. Από τα μεγαλύτερα διηγήματα του βιβλίου, τρεις σελίδες όλο κι όλο, και όμως τα μηνύματα πολλά: γυναικοκτονία, φθόνος, ψυχική αρρώστια και μία απεικόνιση της ζωής των γυναικών στην επαρχία έως την δεκαετία του 70 όπου πλένανε τα ρούχα στο ποτάμι. Τα πρώτα πλυντήρια ήρθαν ως δώρο για την παροχή αρσενικού παιδιού. Αλλά και η Κρήτη του τότε με του σήμερα που δεν φαίνεται να διαφέρει και πολύ μιας και έχει τα υψηλότερα ποσοστά κακοποίησης.
Ακολουθεί η «Τελετή» όπου ο θάνατος είναι τελετουργικό, είναι προσφορά, είναι ζωή. Και εκεί προλογίζει απόσπασμα του ποιήματος “A Dream Within a Dream” του Έντγκαρ Άλαν Πόε . Η συγγραφέας τα ταίριαξε απόλυτα αφού και το ποίημα και το διήγημά της εκφράζουν έντονα το θέμα της ψευδαίσθησης της πραγματικότητας και της αδυναμίας του ανθρώπου να κρατήσει ή να κατανοήσει την ουσία της ύπαρξης.
Ένα από τα πιο όμορφα αποσπάσματα που διάβασα για τη θάλασσα στο «Αρμυρό δέρμα» όπου κυριαρχεί η ρίμα και μια ποιητική διάθεση γενικότερα:
«Σαν αίμα στις φλέβες ρέει. Θρέφει με το γάλα της τα πουλιά και τα ψάρια. Ξεπλένει τις αμαρτίες, τα δάκρυα, μεγεθύνει τη χαρά. Χοάνη είναι, που αντανακλά τον απόηχο του κόσμου.»
«Εκδόσεις Φανός», Αριστοτέλης, ποδόμακτρο και ένας άστεγος αριστοκράτης. Ξεκάθαρη αναφορά στο «Παλαιοβιβλιοπωλείο των αστέγων» και στον κο Λεωνίδα, την αγάπη για τα βιβλία και την αλληλεγγύη των μη εχόντων η οποία είναι μεγαλύτερη από των εχόντων.
Τα κλικ της απουσίας καταγράφονται στο «Camera obscura». Καρέ καρέ βλέπουμε γέννα, γενέθλια, εφηβεία, έρωτας, καρκίνος, γέννα ξανά, παρέλαση, απουσία, εξετάσεις, έρευνα, καρκίνος, εις μνήμην η αγάπη.
Στο «Άρωμα, δραχμαί 420» τονίζει την εφήμερη φύση της ζωής και την ανάγκη να ζούμε κάθε στιγμή με την πλήρη επίγνωση της κατάστασης μας. Στη «Τιμωρό» μας μιλάει μια ζώνη που θέλει να λυτρωθεί από τον κακοποιητικό της αφέντη, έχοντας τύψεις για τις πληγές που άφησε. Μια εξουσία μεθυστική όπως και το κρασί.
Μπορεί το νερό να ξεπλύνει την αμαρτία; Γιατί η ομορφιά πληρώνεται με αίμα; Πώς στραγγαλίζουμε τη θλίψη μας; Γιατί αγνοούμε τα σημάδια; Μαντάρονται οι ψυχές; Πνίγει τον πόνο μια κασετίνα τσιγάρα; Πόσα Πάτερ Ημών ξεπλένουν τα ράσα; Γιατί ερωτευόμαστε το είδωλό μας; Γίνεται να ξεφύγεις από το ριζικό σου; Μπορεί μια φωνή να μας σκοτώσει; Εν τέλει πόσο μας αγαπάμε και πόσο μας μισούμε;
Στο τέλος αυτό που μας μένει, όπως στο διήγημά της «Πορεία προς την ελευθερία», είναι η αγάπη για τα βιβλία και η δύναμη των λέξεων. Έτσι λοιπόν για να σας δείξω τη δύναμη των λέξεων της Καλλιόπης Βελόνια , διάλεξα έναν στίχο από κάθε της διήγημα και θα σας αφήσω με τις λέξεις της:
[Γονάτισε και χάιδεψε το δέρμα του νερού.
Ο ήλιος γκρίζος και τα ποντίκια πεινασμένα.
Σαν κτικιό θα ξαπλωθεί στα σωθικά σου η αλήθεια,
σκουριασμένο καρφί θα τρυπάει την καρδιά σου.
Ένα λειβάδι με πολύχρωμες βιολέτες
τα κρύα βράδια, τις αγκάλιαζε και αναπολούσε τις παλιές, καλές, εποχές.
Μικρή σαν ήταν, τη κούκλα της
άλλαζε, τάιζε και νανούριζε.
Έπαιζε με τα κουμπιά που τώρα παίζεις εσύ.
Στα μάγουλα ζωγραφισμένα ουράνια τόξα.
Άρωμα κασετίνα, σιγαρέτα είκοσι,
πες τρεις φορές το Πάτερ Ημών
και άμε στο καλό.
Είδε τον αντικατοπτρισμό του να βουτάει σε μια λίμνη,
εαρινά φρούτα αποκαλούσε τα ζουμερά της στήθη,
καταφύγιο είναι μόνο ο κόρφος της μάνας,
τον ικετεύω να με βάλει στο συρτάρι,
όσο του επιτρέπει το σάπιο του συκώτι.
Η φήμη μου έχει αρχίσει να ξεθωριάζει
αλλά οι λέξεις έχουν χέρια, μπορεί να σε χαϊδέψουν.
Αλήθεια, γιατί διάλεξες εμένα;
Τότε πιάνω το ξυράφι ή βυθίζομαι στο νερό.]
Chiaroscuro
Καλλιόπη Βελόνια
Εκδόσεις ΤΡΙ.ΕΝΑ Πολιτισμού
Ή δείτε το ψυχαναλυτικό δοκίμιο μας πάνω στο έργο της Clarissa Pinkola Estés, ένα σύγχρονο αρχέτυπο για τη γυναικεία ψυχή: