Δύο ζώα, δύο σφαγές, μία ντροπή
Δυο περιγραφές βαναυσότητας έχουν μείνει χαραγμένες στη μνήμη μου, σαν να ήμουν εκεί όταν τις διάβαζα. Δεν τις είδα ποτέ με τα μάτια μου — κι όμως, η εικόνα τους έχει εντυπωθεί μέσα μου με τον σπαραγμό του αυθεντικού. Δεν πρόκειται για φαντασία. Πρόκειται για λογοτεχνική μνήμη ως συλλογικό τραύμα.
Ο Εσταυρωμένος Λύκος της Ζατέλη
Η Ζυράννα Ζατέλη θυμάται το μαρτύριο ενός λύκου από την παιδική της ηλικία:
μια ομάδα ανδρών τον λύντσαραν ζωντανό, τον σταύρωσαν και τον περιέφεραν μαστιγώνοντάς τον,
μέσα σε ένα μακάβριο λαϊκό πανηγύρι, με όλα τα χαρακτηριστικά μιας βαθιάς τελετουργικής εξουθένωσης του άγριου.Δεν ήταν απλώς μια πράξη βίας. Ήταν μια παράσταση κυριαρχίας απέναντι στη φύση που δεν δαμάζεται. Η συγγραφέας καταγράφει την ανάμνηση αυτή με τη διαύγεια του τραύματος — όχι για να σοκάρει, αλλά για να διασώσει τη φωνή που έσβησε. Και γράφει για να ανακτήσει κάτι από τη χαμένη αξιοπρέπεια του θηρίου.
Ο Υποταγμένος Ελέφαντας του Όργουελ
Ο George Orwell, με τη σειρά του, στο δοκίμιο “Shooting an Elephant”, περιγράφει τη δολοφονία ενός ελέφαντα στη Βιρμανία, όταν υπηρετούσε ως εκπρόσωπος της βρετανικής αποικιοκρατίας. Ο ελέφαντας, παρότι είχε πάψει να είναι απειλή, στεκόταν γαλήνιος. Κι όμως, ο Orwell τον σκοτώνει — όχι επειδή ήθελε, αλλά επειδή ήξερε πως έπρεπε να “παίξει τον ρόλο” του δυνατού λευκού άντρα.
«I had to shoot the elephant… to avoid looking like a fool.»
— George Orwell
Το ζώο ως θυσιαστήριο σώμα
Ο λύκος και ο ελέφαντας δεν σφαγιάζονται για λόγους ανάγκης. Σφαγιάζονται γιατί έπρεπε να δοθεί ένα μάθημα. Γιατί κάποιος έπρεπε να νιώσει σημαντικός. Να φανεί ισχυρός.
Όμως και τα δύο κείμενα αποτυγχάνουν να δικαιώσουν τη βία. Αντίθετα: την απογυμνώνουν. Την ξεσκεπάζουν. Την καταδικάζουν με λέξεις που πονούν περισσότερο από οποιοδήποτε όπλο.
Και στις δύο περιπτώσεις, δεν ξεχνάμε το αίμα, αλλά τον λόγο για τον οποίο χύθηκε, το ζώο που γίνεται ο καθρέφτης του ανθρώπινου τραύματος και της ηθικής του γύμνιας.
Δεν έχουμε πια απέναντί μας ένα “άλλο είδος”, αλλά το άβολο μέσα μας:
-
Το ζώο που ζει χωρίς λόγια, μα φέρει φωνή
-
Το ζώο που δεν ανήκει, άρα πρέπει να πεθάνει
-
Το ζώο που παρακολουθείται όσο πεθαίνει, για να νιώσουν οι άλλοι δυνατοί
“Σοφία των Λύκων”
Το έργο της Έλι Ράντινγκερ δεν είναι ένα απλό ημερολόγιο άγριας ζωής. Είναι ένα υπαρξιακό χρονικό συνύπαρξης, γραμμένο με τρόπο στοχαστικό, σχεδόν προσευχητικό. Συνδυάζει την επιστημονική παρατήρηση με τη λογοτεχνική πρόζα και το ανθρώπινο βίωμα — χωρίς ποτέ να χάνει τη γείωσή του στη φύση.
Η γλώσσα της είναι λιτή και ουσιαστική. Δεν επιδιώκει λυρισμούς, αλλά συχνά τους πετυχαίνει μέσα από την απλότητα. Η συγκίνηση δεν χτίζεται με δραματικά μέσα, αλλά με υπομονή, παρατήρηση και ακρίβεια. Όταν μιλά για την απώλεια ενός αγαπημένου λύκου, γράφει:
«Έκλαψα όπως ποτέ άλλοτε. Δεν ήξερα ότι μπορείς να αγαπήσεις ένα ζώο τόσο βαθιά, τόσο ήσυχα, τόσο ολόκληρα.»
Η Ράντινγκερ δεν γράφει για να συγκινήσει. Γράφει για να μεταδώσει εμπειρία. Η αφήγησή της διαπερνά τις καθημερινές πράξεις των λύκων — το κυνήγι, την τροφή, το παιχνίδι, τη φροντίδα των μικρών — και τους αναδεικνύει ως δασκάλους της συνύπαρξης. Η αγέλη είναι για εκείνη ένας καθρέφτης του ανθρώπινου κόσμου, όχι όμως με ανθρωπομορφική πρόθεση, αλλά με στοχαστικό σεβασμό.
«Όταν ένας λύκος πεθαίνει, η αγέλη τον θρηνεί με τρόπο που δεν χωράει σε λέξεις. Είναι μια σιωπηλή τελετουργία. Το πένθος υπάρχει κι εκεί, απλώς δεν είναι φτιαγμένο για το ανθρώπινο βλέμμα.»
Ο ρυθμός της αφήγησης είναι αργός, όπως η αναπνοή μέσα στο χιόνι. Το βιβλίο δεν επιδιώκει κορυφώσεις. Αντίθετα, κάθε στιγμή έχει τη βαρύτητά της, από τη γέννηση έως τον θάνατο. Η συγγραφέας δείχνει πώς ο λύκος μαθαίνει, πενθεί, προσαρμόζεται. Και μαζί του μαθαίνουμε κι εμείς.
«Για να δεις έναν λύκο, πρέπει πρώτα να ξεμάθεις το βλέμμα του ανθρώπου.»
Ο λύκος δεν είναι σύμβολο. Είναι ύπαρξη
Η λογοτεχνική αξία του βιβλίου έγκειται ακριβώς σε αυτό: στο ότι μετατρέπει την εμπειρική παρατήρηση σε ψυχική επαφή με το Άλλο. Ο λύκος δεν είναι σύμβολο. Είναι ύπαρξη. Και μέσα από αυτό το πρίσμα, η συγγραφέας μας προκαλεί να επανεξετάσουμε τη σχέση μας με τον κόσμο.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Ράντινγκερ επιλέγει πολλές φορές να σιωπά μέσα στο κείμενο — να αποσυρθεί, αφήνοντας τον λύκο να μιλήσει με το βλέμμα, την παύση, τη στάση σώματος. Εκεί βρίσκεται η πιο γνήσια λογοτεχνία του έργου: στον χώρο ανάμεσα στις λέξεις, όπου ζει το ανείπωτο της φύσης.
Το Αρχέτυπο του Λύκου
Σύμφωνα με τον Carl Jung, ο λύκος ενσαρκώνει ένα βασικό κομμάτι του ανθρώπινου ασυνειδήτου: τη σκιά. Το ανεπιθύμητο, αδάμαστο κομμάτι της ψυχής. Είναι ο λύκος που καταπνίγουμε για να φαινόμαστε ήρεμοι, υπάκουοι, πολιτισμένοι. Μα όταν τον κυνηγάμε έξω, καταλήγουμε να καταδιώκουμε τον εαυτό μας.
Αλλά ο λύκος είναι και σύμμαχος. Είναι εκείνος που διδάσκει τη συντροφικότητα, την ενστικτώδη σοφία, την αφοσίωση στην αγέλη. Από τη ρωμαϊκή μυθολογία (Ρωμύλος και Ρώμος) έως τα παραμύθια όπου τρώει τη γιαγιά για να φανεί η Κοκκινοσκουφίτσα, ο λύκος κρατά την ίδια αμφιθυμία: μας τραβάει προς τη φύση και μας απειλεί πως δεν την ελέγχουμε.
Η Σοφία των Λύκων είναι τελικά μια υπενθύμιση: ότι δεν είμαστε μόνοι στον κόσμο· ότι υπάρχουν πλάσματα που γνωρίζουν πώς να αγαπούν, να θρηνούν και να συγχωρούν — χωρίς ποτέ να μιλήσουν. Και ίσως να είναι σοφότερα από εμάς.
🔗 Εσωτερικός σύνδεσμος:
Αν σε ενδιαφέρει η βία απέναντι στο “άγριο” στη λογοτεχνία, διάβασε και:
👉
🔗 Εξωτερικοί Σύνδεσμοι :
-
Orwell, G. (1936). Shooting an Elephant. Retrieved from