Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι για όλα τα περιβάλλοντα. Και δεν είναι όλες οι προσωπικότητες για όλους τους κύκλους. Κάποιοι άνθρωποι προκαλούν ένταση απλώς και μόνο επειδή δεν λειτουργούν σε “χαμηλή κατανάλωση”. Δεν είναι θορυβώδεις, δεν είναι προσβλητικοί. Είναι απλώς καθαροί, έντονοι, παρόντες. Κι αυτό, σε μια κοινωνία που ευνοεί την επιφανειακή ευκολία, μπορεί να είναι αρκετό για να σε πουν “δύσκολο” ή “κουραστικό”.
Δεν πρόκειται για ανθρώπους που φωνάζουν. Πρόκειται για εκείνους που δεν γελάνε ψεύτικα. Δεν συμφωνούν από ευγένεια. Δεν προσποιούνται πως δεν κατάλαβαν. Είναι εκείνοι που δεν θα γίνουν πιο “στρογγυλοί” απλώς και μόνο για να γίνουν πιο ευχάριστοι. Αν χρειάζεται να μαζέψουν τη φωνή τους, να αδειάσουν λίγο από γνώμη, να κόψουν λίγο από το βλέμμα τους, για να γίνουν αποδεκτοί… τότε η αποδοχή δεν τους αφορά.
Αυτή η στάση δεν είναι έπαρση. Είναι επιλογή. Αλλά είναι και ρίσκο.
Γιατί η αυθεντικότητα, πέρα από εσωτερική πράξη, είναι κοινωνικά απειλητική. Ο αυθεντικός άνθρωπος — αυτός που μιλά χωρίς να χειραγωγεί, που υπάρχει χωρίς να παίζει ρόλο — φέρνει αμηχανία σε ένα σύστημα που βασίζεται στην αναπαραγωγή προσώπων και ρόλων. Όπως σημειώνει ο κοινωνιολόγος Zygmunt Bauman (2000), η μεταμοντέρνα κοινωνία επιβραβεύει την ευελιξία και την προσαρμοστικότητα, όχι τη σταθερή ταυτότητα. Και αυτό κάνει την αυθεντικότητα ύποπτη. Γιατί δεν χειρίζεται, δεν μεταμορφώνεται εύκολα.
Στον δημόσιο λόγο, και ιδιαίτερα στην πολιτική, η αυθεντικότητα συχνά παρουσιάζεται ως προτέρημα — αλλά βιώνεται ως αδυναμία. Όποιος λέει αυτό που σκέφτεται χωρίς να το μαλακώνει, όποιος αρνείται να πει το «σωστό» για να κερδίσει χειροκρότημα, συχνά απομονώνεται. Το τίμημα της αλήθειας, κατά τον Vaclav Havel (1985), δεν είναι μόνο η μοναξιά αλλά και ο κίνδυνος να εξαφανιστείς από το προσκήνιο. Να χαρακτηριστείς «ακατάλληλος», «πολύς», «ανεξέλεγκτος».
Σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα Bernard Crick (1962), η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού — αλλά συχνά γίνεται και η τέχνη του προσποιητού. Η αυθεντικότητα, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, φαντάζει ως απειλή, γιατί δεν διαπραγματεύεται, δεν πλάθεται με βάση το κοινό. Και στην ψηφιακή εποχή, όπως παρατηρεί η Shoshana Zuboff (2019), η δημόσια παρουσία τείνει να γίνεται προϊόν. Η αυθεντικότητα που δεν εξυπηρετεί branding, συχνά σβήνεται. Δεν υπάρχει χώρος για φωνές που δεν πειθαρχούν στην αισθητική της συναίνεσης.
Κι όμως, σε έναν κόσμο γεμάτο δημόσιες περσόνες, η αυθεντικότητα μπορεί να είναι η πιο ριζοσπαστική πολιτική πράξη. Όχι επειδή κάνει φασαρία. Αλλά επειδή αρνείται να κρυφτεί. Είναι επιλογή. Είναι ένα είδος ήρεμης αξιοπρέπειας που λέει: δεν θα διαπραγματευτώ τον πυρήνα μου για να γίνω λιγότερο άβολος στο βλέμμα σου. Δεν με πειράζει να μην ταιριάζω. Με πειράζει να μικρύνω για να χωρέσω.
Στην ψυχολογική θεωρία της αυθεντικότητας (authenticity), η έννοια του να ζεις σύμφωνα με τις εσωτερικές σου αξίες αντί να συμμορφώνεσαι σε εξωτερικές προσδοκίες συνδέεται άμεσα με την ψυχική ευεξία (Kernis & Goldman, 2006). Η αυθεντικότητα δεν είναι ευκολία – είναι συνειδητή και μερικές φορές μοναχική επιλογή. Οι άνθρωποι που επιμένουν στην ουσιαστική τους ταυτότητα τείνουν να βιώνουν βαθύτερη ικανοποίηση, έστω και με υψηλότερο κοινωνικό «κόστος».
Γιατί όποιος έχει μάθει να υπάρχει ολόκληρος, δεν ανέχεται πια να κόβεται σε μέρη.
Αρκεί να βρεθείς σε ένα τραπέζι, σε μια σύσκεψη, σε μια φιλική κουβέντα, και να πεις την αλήθεια με ήρεμη φωνή — και ξαφνικά να νιώσεις τα βλέμματα να βαραίνουν. Όχι επειδή φώναξες. Επειδή δεν συμβιβάστηκες. Για κάποιους, αυτό αρκεί για να σε κρίνουν “δύσκολο”. Αλλά για σένα, είναι απλώς το φυσιολογικό.
Κι όσο περνά ο καιρός, το κόστος να μαζεύεις τον εαυτό σου για να γίνεις συμβατός, γίνεται βαρύτερο από το κόστος του να είσαι ο εαυτός σου και να μην αρέσεις. Γιατί το πρώτο σε μικραίνει, το δεύτερο σε διαμορφώνει.
Όποιος αρνείται να γίνει ελαφρύς για να περάσει πιο εύκολα, κουβαλά το βάρος της συνέπειας. Δεν είναι πάντα άνετο. Αλλά είναι ειλικρινές.
Κι η ειλικρίνεια, όπως και η αυθεντικότητα, δεν φωνάζουν. Απλώς στέκονται εκεί — ολόκληρες, αδιαπραγμάτευτες και ήσυχες. Δεν είναι ότι δεν τις αντέχουν. Είναι ότι δεν μπορούν να τις ελέγξουν.