/

«Πρόσκληση σε έναν αποκεφαλισμό»! Κριτική

η διαφάνεια ως λύτρωση

1 min read

Το παραλήρημα της ετερότητας και η ψυχρή τελειότητα του Ναμπόκοφ

της Β.Σγουρέλλη

«Μα τώρα με τάραξε αυτό το ασήμαντο γεγονός – γιατί, στο κάτω κάτω, είναι ασήμαντο, θα συμφωνήσετε…»
— Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, Πρόσκληση σε έναν αποκεφαλισμό

Στο μικρό και ερμητικά κλειστό κελί της «Πρόσκλησης σε έναν αποκεφαλισμό» δεν ζει ένας άνθρωπος, αλλά μια ιδέα. Μια συνείδηση σε αγρύπνια. Ένας καταδικασμένος που δεν ξέρει γιατί, δεν ξέρει πότε, και – κυρίως – δεν ανήκει πουθενά.

Το μυθιστόρημα του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, γραμμένο στα ρωσικά μεταξύ 1935–1936 και εκδομένο το 1959 στα αγγλικά, είναι ένα από τα πιο ιδιόμορφα, αποστασιοποιημένα και παραμορφωτικά έργα της μοντέρνας λογοτεχνίας. Κι όμως, μέσα στην ψυχρή του τελειότητα, ανασαίνει έναν υπαρξιακό τρόμο τόσο διαχρονικό που μοιάζει σημερινός.


Ο εφιάλτης της συνείδησης

Ο ήρωας, Κιγκινάτος, περιμένει την εκτέλεσή του. Καταδικάστηκε για κάτι ασαφές: επειδή είναι «διαφανής», επειδή «δεν μπορεί να προσαρμοστεί». Η κοινωνία τον κοιτά με καχυποψία και τελικά τον απορρίπτει. Το έγκλημά του είναι η ίδια του η ύπαρξη.

Αυτό δεν είναι ένα δικαστικό δράμα. Δεν είναι ένα πολιτικό σχόλιο με ρεαλιστικό περίβλημα. Είναι μια αλληγορία, μια υπαρξιακή παρτιτούρα γραμμένη σε γλώσσα όνειρου. Ο Ναμπόκοφ δεν θέλει να προκαλέσει συγκίνηση· θέλει να δημιουργήσει αμηχανία, στοχασμό, μια χαμηλόφωνη αναστάτωση. Το κείμενο λειτουργεί όπως ένα έργο καθρέφτη: αντανακλά χωρίς να φανερώνει, φωτίζει χωρίς να θερμαίνει.

Η πραγματικότητα γύρω από τον Κιγκινάτο είναι παραμορφωμένη. Οι φύλακες, ο διευθυντής, οι επισκέπτες του, μιλούν με θεατρικές ατάκες. Οι αντιδράσεις τους είναι αφύσικες, μαριονετικές, σχεδόν γελοίες. Όλο το περιβάλλον θυμίζει θεατρική πρόβα που δεν φτάνει ποτέ στην πρεμιέρα.


Η γλώσσα ως λαβύρινθος

Το ύφος του Ναμπόκοφ είναι υποβλητικό και εξαντλητικά λεπτομερές. Κάθε φράση είναι ρυθμικά δομημένη, γεμάτη από εικόνες, ειρωνείες, ξαφνικές παρεκβάσεις. Η αφήγηση κυλά σαν εφιαλτικό όνειρο: δεν ακολουθεί λογική διαδοχή, αλλά ψυχολογική σύνδεση.

Ο Κιγκινάτος δεν «σκέφτεται» με τη στενή έννοια – ζει σε μια κατάσταση μόνιμου εσωτερικού μονόλογου, σε μια παλίρροια εικόνων, φαντασιώσεων και αμφιβολιών. Η γλώσσα δεν τον απελευθερώνει· τον φυλακίζει περισσότερο. Είναι σαν να παλεύει να υπάρξει μέσα από την ίδια του τη σκέψη.

Ο Ναμπόκοφ καταφέρνει να κάνει τη γλώσσα εργαλείο αποξένωσης. Αυτό είναι κατόρθωμα – και, ταυτόχρονα, το μεγάλο μειονέκτημα του βιβλίου.


Υπάρχει καρδιά;

Πίσω από την επιδέξια γλωσσική μηχανή, αναρωτιέται κανείς: υπάρχει συγκίνηση; Υπάρχει ανθρώπινη επαφή; Ή είναι το βιβλίο ένα λογοτεχνικό πείραμα, που θαυμάζεται από απόσταση αλλά δεν αγγίζει;

Αυτό είναι το σημείο όπου πολλοί αναγνώστες θα διχαστούν.

Αν κάποιος περιμένει έναν ήρωα που να τον αγγίξει, να τον πονέσει, να τον συνεπάρει με τη μοίρα του, θα απογοητευτεί. Ο Κιγκινάτος δεν «υποφέρει» με την έννοια της ταύτισης – υποφέρει υπαρξιακά, σιωπηλά, σχεδόν αφηρημένα. Η φωνή του δεν είναι κραυγή, είναι ηχώ.

 Ο Ναμπόκοφ είναι ένας άγγελος με μάτι ανατόμου: βλέπει τα πάντα, νιώθει τα πάντα, αλλά δεν αγκαλιάζει τίποτα.


Ένα μυθιστόρημα χωρίς απαντήσεις

Η «Πρόσκληση σε έναν αποκεφαλισμό» δεν είναι ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται για τη λύση. Δεν υπάρχει λύση. Ούτε πλοκή με κλιμάκωση και κάθαρση. Ο χρόνος κυλάει με τρόπο μεταφυσικό – δεν ξέρουμε πότε είναι η εκτέλεση, αν είναι καν πραγματική, αν όλα είναι εσωτερικό παραλήρημα.

Η ίδια η εκτέλεση, στο τέλος, δεν συμβαίνει ποτέ με τον τρόπο που περιμένουμε. Και αυτό είναι το κλειδί: ο θάνατος εδώ δεν είναι βιολογικό γεγονός, αλλά λογοτεχνική πύλη. Το βιβλίο τελειώνει όχι με θόρυβο, αλλά με διάλυση. Όπως τελειώνουν τα όνειρα.


Η σημασία της ετερότητας

Το σημαντικότερο μήνυμα του έργου δεν είναι η καταδίκη της εξουσίας ή η παραβολή του παραλόγου. Είναι κάτι πιο λεπτό: μια εσωτερική υπεράσπιση της διαφορετικότητας.

Ο Κιγκινάτος τιμωρείται γιατί είναι αλλιώς. Γιατί βλέπει. Γιατί νιώθει. Γιατί δεν συμμετέχει στο τελετουργικό της κανονικότητας. Είναι, ίσως, ο μοναδικός ζωντανός άνθρωπος μέσα σε έναν κόσμο σκιών. Και αυτή η ιδιότητα – να είσαι άνθρωπος – είναι, τελικά, το έγκλημα.

Στην εποχή μας, όπου η διαφορετικότητα ακόμα παρεξηγείται, η αφήγηση του Ναμπόκοφ αποκτά νέα επικαιρότητα. Όχι γιατί είναι πολιτικό έργο – αλλά γιατί υπερασπίζεται το δικαίωμα στην ασυμμετρία, στο «άλλο», στο απροσάρμοστο.


Τελικά, σε ποιον ανήκει αυτό το βιβλίο;

Η «Πρόσκληση» δεν είναι εύκολη ανάγνωση. Δεν απευθύνεται στον βιαστικό αναγνώστη. Δεν σου προσφέρει σασπένς, δράση ή αισθησιακή απόλαυση. Είναι ένα έργο απαιτητικό, εγκεφαλικό, μεστή πρόκληση που αναγκάζει τον αναγνώστη να σταθεί απέναντί του χωρίς οδηγίες.

Αν το διαβάσεις με υπομονή, θα βρεις μέσα του ένα τεράστιο, ψιθυριστό «γιατί;». Ένα ερώτημα χωρίς απάντηση. Και ίσως αυτό να είναι το μεγαλύτερο του κατόρθωμα: δεν σου δείχνει τον δρόμο – σου υπενθυμίζει ότι ψάχνεις.


📌 Σημείωση: Η ελληνική μετάφραση του βιβλίου από τις εκδόσεις Μάγμα διατηρεί την ιδιοσυγκρασιακή μουσικότητα και την υπόγεια ειρωνεία του πρωτοτύπου, τιθασεύοντας με μαεστρία έναν εξαιρετικά απαιτητικό συγγραφέα.


Υπαρξιακή και ψυχαναλυτική ανάγνωση ενός αφανούς θριάμβου

Στο τέλος του μυθιστορήματος «Πρόσκληση σε έναν αποκεφαλισμό» του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, δεν έχουμε έναν θάνατο. Έχουμε μια εξαφάνιση. Δεν έχουμε κάθαρση, έχουμε διάλυση. Ο ήρωας, ο Κιγκινάτος, δεν εκτελείται. Αντίθετα, γίνεται διαφανής, περνάει ανάμεσα από τις μορφές που τον καταδίωκαν και απομακρύνεται. Το ερώτημα που προκύπτει: τι πραγματικά σημαίνει αυτό το τέλος; Είναι λύτρωση; Παραίτηση; Μεταφυσική απόδραση; Ή μήπως κάτι ακόμα βαθύτερο: μια αντι-κάθαρση, που αρνείται τόσο τον θρίαμβο όσο και την τιμωρία;


Ο άνθρωπος ως ακατανόητος άλλος

Από την αρχή του έργου, ο Κιγκινάτος παρουσιάζεται ως ένα ον που δεν ταιριάζει. Το έγκλημά του δεν έχει σαφές περιεχόμενο. Καταδικάζεται επειδή είναι «διαφανής». Το βλέμμα των άλλων δεν μπορεί να τον πιάσει. Δεν συμμορφώνεται, δεν συμμετέχει, δεν χαμογελά όταν πρέπει. Η κοινωνία δεν τον τιμωρεί για κάτι που έκανε, αλλά για αυτό που είναι. Αυτό θυμίζει έντονα τον Ξένο του Αλμπέρ Καμύ: ο Μερσώ επίσης καταδικάζεται όχι για τον φόνο, αλλά επειδή «δεν έκλαψε στην κηδεία της μητέρας του».

Ο Κιγκινάτος, όμως, δεν είναι απλώς αδιάφορος· είναι οντολογικά ξένος. Δεν αρκείται να μην συμμετέχει. Βιώνει την ύπαρξή του ως κάτι εξορισμένο από την τάξη του κόσμου. Αυτό τον φέρνει πιο κοντά στον Ζαν-Πωλ Σαρτρ, ειδικά στην έννοια της ναυτίας: η εμπειρία ότι το Είναι είναι αφόρητο, ακατανόητο, υπερβολικά παρόν.


Το τέλος ως ακύρωση του θεάτρου

Η σκηνή του αποκεφαλισμού, στο τέλος του μυθιστορήματος, είναι προετοιμασμένη με εξαιρετική λεπτομέρεια. Το πλήθος συγκεντρώνεται, ο δήμιος εμφανίζεται, οι αρχές είναι έτοιμες. Κι όμως, όταν πλησιάζει η στιγμή, τα πάντα αρχίζουν να διαλύονται: οι μορφές των ανθρώπων γίνονται ασαφείς, τα λόγια τους ασυνάρτητα, ο χώρος χάνει το βάθος του. Ο Κιγκινάτος σηκώνεται και απομακρύνεται – μόνος του – περνώντας μέσα από τα φαντάσματα που τον περιτριγυρίζουν.

Πρόκειται για μια καθαρά θεατρική σκηνοθεσία που αποδομείται, ένα mise-en-scène που χάνει τη συνοχή του μόλις ο πρωταγωνιστής αρνηθεί να υποδυθεί τον ρόλο του. Δεν είναι ο Κιγκινάτος που λυτρώνεται από τον κόσμο – είναι ο κόσμος που καταρρέει επειδή εκείνος αρνείται να συμμετέχει στο ψέμα.


Το φάντασμα που περπατά ανάμεσά μας

Από ψυχαναλυτική σκοπιά – ιδιαίτερα λακανική – ο Κιγκινάτος είναι το αντικείμενο-a: αυτό που δεν μπορεί να ενσωματωθεί στο συμβολικό. Είναι το “σκάνδαλο” της διαφοράς που το κοινωνικό δεν μπορεί να αφομοιώσει. Οι φρουροί, ο δικαστής, ο διευθυντής της φυλακής, όλοι παίζουν έναν ρόλο στο «μεγάλο Άλλο» – ο Κιγκινάτος όμως δεν παίζει. Δεν αναγνωρίζει τη γλώσσα τους, το τελετουργικό τους, τις συμβάσεις τους.

Ο Λακάν μιλούσε για το υποκείμενο που απειλεί τη δομή, όχι επειδή την επιτίθεται, αλλά επειδή την κοιτά χωρίς να συγκινηθεί. Ο Κιγκινάτος είναι ακριβώς αυτό: η σιωπή που διαλύει το φαντασιακό. Γι’ αυτό και δεν εκτελείται. Δεν μπορεί να εκτελεστεί κάτι που δεν συμμετέχει.


Ο θάνατος ως αφανισμός του κοινωνικού

Το τέλος δεν είναι «απόδραση» ή happy end. Δεν πρόκειται για λύση. Πρόκειται για εξαΰλωση της πραγματικότητας. Ό,τι δεν μπορεί να τον ενσωματώσει, δεν μπορεί και να τον σκοτώσει. Ο Κιγκινάτος εξαφανίζεται όχι γιατί νίκησε, αλλά γιατί δεν άνηκε ποτέ σε αυτή τη σκακιέρα.

Η λέξη-κλειδί εδώ είναι η διαφάνεια. Όχι ως αρετή, αλλά ως απόλυτη ετερότητα. Όσο ο Κιγκινάτος γίνεται πιο «διαφανής», δηλαδή όσο αποσύρεται από τις δομές του κόσμου, τόσο ο κόσμος παύει να τον ελέγχει. Στο τέλος, μένει αόρατος, μη χειραγωγήσιμος, ανέγγιχτος.


Δεν είναι ελευθερία. Είναι κάτι βαθύτερο.

Εδώ δεν μιλάμε για την κλασική έννοια της ελευθερίας – δεν είναι ένας Σίσυφος που σπρώχνει τον βράχο και τον αποδέχεται. Ούτε είναι μια εξέγερση κατά της εξουσίας. Είναι κάτι πολύ πιο ριζικό: η ακύρωση του ίδιου του ερωτήματος περί εξουσίας. Ο Κιγκινάτος δεν διαπραγματεύεται, δεν φωνάζει, δεν ζητά δικαιοσύνη. Αντί να αντισταθεί στο ψέμα, εξαφανίζεται από το κάδρο.

Θα μπορούσαμε να πούμε, παραλλάσσοντας τον Φουκώ, ότι εδώ δεν έχουμε έναν ήρωα που «επιβιώνει της εξουσίας», αλλά έναν άνθρωπο που δεν κατοικεί πια στο οπτικό της πεδίο.


Και τι σημαίνει αυτό για μας;

Η «Πρόσκληση σε έναν αποκεφαλισμό» δεν τελειώνει με μια απάντηση – τελειώνει με ένα κενό. Ο Ναμπόκοφ δεν μας προσφέρει κάθαρση, μόνο τη ριζική σιωπή της αποδέσμευσης. Και αυτό είναι, ίσως, το πιο συγκλονιστικό: η ιδέα ότι το μόνο που μένει όταν όλα τα άλλα έχουν καταρρεύσει, είναι η ακεραιότητα της ετερότητας.

Σε μια εποχή που μας καλεί να συμμορφωθούμε, να είμαστε «κατανοητοί», «χρήσιμοι» και «φυσιολογικοί», η φιγούρα του Κιγκινάτου μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ. Δεν νικάει. Δεν χάνει. Απλώς δεν ανήκει.

Και ίσως, σε έναν κόσμο που μας υποχρεώνει να είμαστε ορατοί με τους δικούς του όρους, το να είμαστε ακατανόητοι είναι η τελευταία πράξη ελευθερίας.


@vsgourelli

Vicky Sgourelli Author /Publisher at Books with Shoes Publications and Unspotted magazine, EFL/SEN Teacher and Head Director of studies and founder of L.O.V.E (Learn Only Via Empathy) private Language school.