Μέσα στον κόσμο, μα έξω από αυτόν»: Η Υπαρξιακή Ποίηση της Κατερίνας Γώγου
της Β.Σγουρέλλη
«Δεν μπορώ, δεν γίνεται να σηκωθώ. Δεν γίνεται να φάω.»
(σελ. 234, από το ποίημα «Δεν είχα δεκάρα τσακιστή, ούτε σπίτι»)
Η Κατερίνα Γώγου δεν ανήκει σε καμία σχολή, κανένα ρεύμα, καμία “ποιητική σκηνή”. Όπως και η Sylvia Plath ή η Anne Sexton, σκάβει μέσα της όχι για να γράψει ποίηση, αλλά για να επιβιώσει. Οι λέξεις της δεν στολίζουν: είναι χρήση, όχι τέχνη. Όταν γράφει «Εκ γονυδία, βαθιά κραυγή απ’ το γονυδία, η ψιχούλα μου χαμάνα» (σελ. 234), δεν εννοεί απλώς μια θλίψη· εννοεί τη ριζική κατάρρευση της ύπαρξης.
Τα αποσπάσματα είναι από βιβλίο “Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε” από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Η γυναίκα χωρίς φίλτρα
«Η σάρκα μου
βελουδένιο θαρραλέο παλιό
με νεκρικές ανταύγειες τοξαλακωμένο»
(σελ. 173, ποίημα 120)
Σε έναν κόσμο που ζητάει η γυναίκα να είναι “ωραία”, “ήσυχη”, “αποδοτική”, η Γώγου τολμάει να καταρρεύσει δημόσια. Το σώμα της γίνεται στίχος, το τραύμα της πολιτική πράξη. Όπως και η Sylvia Plath, η οποία μιλούσε για τις «βελόνες στον εγκέφαλο», έτσι και η Γώγου δεν αποδέχεται ούτε ταμπέλες ούτε ρόλους. Δεν είναι γυναίκα-σύμβολο. Είναι γυναίκα-κραυγή.
Ο υπαρξισμός των στεναγμών
«Μόνο που εμείς έχουμε αποφασίσει ν’ αλλάξουμε τον κόσμο
κι αυτό δεν γίνεται με έξοχη»
(σελ. 27, από το ποίημα «Να. Έτσι είναι όπως τα λες»)
Στην πιο καθαρή υπαρξιστική της στιγμή, η Γώγου ενώνει το προσωπικό με το πολιτικό. Θυμίζει Sartre: «είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε ελεύθεροι». Το πρόβλημα όμως είναι ότι η ελευθερία αυτή πονάει. Η Γώγου το ξέρει, το γράφει, το φωνάζει.
Παιδικό τραύμα ως θεμέλιο της ύπαρξης
«Όταν ξημέρωσε το πρωί
και δεν σε βρήκα στο σπίτι
χαλάσαν όλες με δύναμη την παρθένα χαρά
που ‘χες βάλει στα χρώματα του κήπου»
(σελ. 23, από το ποίημα «Ετών 9»)
Το παιδί μέσα στην ποίησή της είναι πάντα παρόν —αλλά τραυματισμένο. Το υποκείμενο στην ποίηση της Γώγου δεν μεγαλώνει ποτέ πραγματικά. Ζει εγκλωβισμένο ανάμεσα στη βία της παιδικής ηλικίας και στην αποτυχία της ενηλικίωσης. Ένα είδος «αρχετυπικού ορφανού» όπως το ορίζει ο Carl Jung.
Ηθική της ήττας
«Η Βραδιάνα με ξυραφισμένο το κεφάλι στο πάτωμα
προσποιείται…»
(σελ. 172, Σκηνή 35)
Η ποίηση της Γώγου είναι γεμάτη από χαμένους, αυτόχειρες, ναρκομανείς, περιθώριο. Δεν τους εξυμνεί. . Η «ηθική της ήττας» δεν είναι παραίτηση. Είναι συνειδητή επιλογή ενάντια στην αστική κανονικότητα που ορίζει την «επιτυχία» ως εργαλείο συμμόρφωσης. Σε αυτό το σημείο συναντά τον Camus: ο κόσμος της είναι παραλογισμός —αλλά γι’ αυτό πρέπει να τον κοιτάξουμε κατάματα.
Αντί επιλόγου: Ο θάνατος ως καταφύγιο
«Μου έκλεισε σιγά σιγά το μάτι.
Νταξάνε κι άλλο.
Δεν υποφέρω.»
(σελ. 174, τελευταίο ποίημα πριν το «Επίμετρο»)
Η ποίηση της Γώγου δεν τελειώνει. Σβήνει. Όπως και η ίδια, που έφυγε το 1993, έχοντας γράψει το ποίημα-σφραγίδα της ύπαρξής της. Για να τη διαβάσεις, πρέπει πρώτα να δεχτείς πως η ζωή δεν είναι φτιαγμένη για όλους. Όχι από αδυναμία —αλλά από συνείδηση.
Όπως γράφει κι η ίδια:
«Μη. Μη σηκώνεστε, γιατί μου ’λειπε σοβαρά.
Ευχαριστώ.»
(σελ. 27)
Υπαρξισμός και Κατερίνα Γώγου
-
Jean-Paul Sartre: «Η ελευθερία είναι καταδίκη» — Η Γώγου ενσαρκώνει αυτή τη φράση: είναι διαρκώς ανάμεσα στη βούληση και το αδιέξοδο.
-
Albert Camus: «Ο παράλογος άνθρωπος δεν ελπίζει» — Η Γώγου δεν πιστεύει σε μετά· γράφει για το τώρα που πονάει.
-
Sylvia Plath: Όπως η Plath, η Γώγου επιλέγει τη γλώσσα ως πεδίο σπαραγμού, όχι ως εργαλείο λύσης.
-
Michel Foucault: Το περιθώριο στην ποίηση της Γώγου γίνεται κέντρο λόγου. Η “τρέλα”, ο “ναρκομανής”, ο “άστεγος”, έχουν φωνή – όχι διαγνωσμένη, αλλά υπαρκτή.
Ανυπότακτες και Αλύτρωτες: Sexton – Plath – Γώγου
Sylvia Plath: Η Ενσάρκωση της Ποίησης ως Μάχη
Η Plath, ακόμη και στον πιο σκοτεινό της στίχο, διατηρεί μια σχεδόν αρχαιοελληνική τραγικότητα. Πίσω από τη διαταραχή, υπάρχει δομή. Το ποίημα “Lady Lazarus” είναι χαρακτηριστικό:
“Dying
Is an art, like everything else.
I do it exceptionally well.”
Αυτοπροσωπογραφείται ως αντι-ηρωίδα που πεθαίνει και ξαναγεννιέται. Το τραύμα της μετατρέπεται σε τέχνη υψηλής ακρίβειας. Η λύτρωση έρχεται μέσα από τη γλωσσική κατασκευή του εαυτού — έστω ως ψευδαίσθηση.
Anne Sexton: Το Παιδί που Δεν Μεγάλωσε
Η Sexton αντιθέτως δεν μεταστοιχειώνει το τραύμα — το κουβαλάει.
“I remember
mostly the loneliness of childhood…”
(The Double Image)
Οι επιστροφές στην παιδική ηλικία είναι ενδοφλέβιες. Δεν υπάρχει κάθαρση, δεν υπάρχει ανάταση. Το ποίημα «The Abortion» δεν περιέχει καμία λύτρωση· μόνο ενοχή, απόγνωση και εσωτερική σύγκρουση.
Η ποίησή της είναι παγιδευμένη στο ενδιάμεσο: ούτε απόλυτα εξομολογητική, ούτε πλήρως απελευθερωτική. Το παιδί δεν λυτρώνεται — γιατί η ποιήτρια δεν το αφήνει να αποχωρήσει.
Κατερίνα Γώγου: Η Εξουσία του Πόνου ως Εξέγερση
Η Γώγου δεν εξιδανικεύει, δεν ψιθυρίζει, δεν γράφει για να αγαπηθεί. Είναι σαρκαστική, ωμή, φωναχτή:
«Δεν μπορώ, δεν γίνεται να σηκωθώ. Δεν γίνεται να φάω.»
(σελ. 234)
Αλλά, αντίθετα με την Sexton, η Γώγου στρατεύει την οδύνη. Δεν αναζητά λύτρωση, αλλά αντίσταση — μέσα από την ποίηση ως πολιτική πράξη, ως πράξη παρουσίας. Το παιδί που χάνει τον πατέρα στο «Ετών 9» δεν παραμένει κλεισμένο στο δωμάτιο: βγαίνει στους δρόμους, βρίζει, αμφισβητεί, καίει τη νομιμότητα του κόσμου.