Γιατί η παιδικότητα δεν είναι απλοϊκότητα

Μια ήπια κριτική στη γλυκερή παιδική λογοτεχνία

1 min read

Γιατί η παιδικότητα δεν είναι απλοϊκότητα – Μια ήπια κριτική στη γλυκερή παιδική λογοτεχνία

Σε έναν κόσμο όπου η παιδική λογοτεχνία συνδέεται όλο και περισσότερο με τις δημόσιες σχέσεις , παρατηρείται ένα φαινόμενο: βιβλία γραμμένα με τρόπο υπερβολικά γλυκερό, με αφηγήσεις απλουστευμένες και ήρωες που μιλούν σαν να έχουν χάσει κάθε αίσθηση αυθεντικής παιδικής ψυχής. Και ενώ κατανοούμε πως οι συγγραφείς αυτών των έργων έχουν ταλέντο και αναγνωρισιμότητα, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη βαθύτερη αγωνία: Μήπως η παιδικότητα παρερμηνεύεται ως αφέλεια;

Η διεθνούς φήμης συγγραφέας και κριτικός παιδικής λογοτεχνίας Maria Nikolajeva έχει επισημάνει στο έργο της “Children’s Literature Comes of Age” (1996):

 «Η παιδική λογοτεχνία συχνά γράφεται από ενήλικες που είτε εξιδανικεύουν είτε υποτιμούν το παιδί. Η ισορροπία είναι σπάνια — και η πιο δύσκολη συγγραφική πράξη.»

Σε πολλά σύγχρονα έργα παρατηρείται το φαινόμενο της συναισθηματικής υπερφόρτωσης: όλα είναι θαυμαστά, ονειρικά, με φράσεις-κλισέ και μονοδιάστατους ήρωες. Η ψυχολόγος και συγγραφέας του “The Uses of Enchantment” (1976), Bruno Bettelheim, αναφέρει:

 «Το παιδί δεν χρειάζεται να προστατευτεί από τη σκληρότητα. Χρειάζεται να του δώσουμε τα σύμβολα και τη φαντασία για να τη μεταβολίσει.»

 

Ψυχαναλυτική εξήγηση γραφής και επιλογής γλυκανάλατων παιδικών βιβλίων

Από ψυχαναλυτική σκοπιά, ο Bettelheim επιμένει ότι τα παραμύθια προσφέρουν έναν χώρο συμβολικής έκφρασης και μετασχηματισμού του άγχους. Όταν οι γονείς ή οι συγγραφείς αποφεύγουν τη σύγκρουση, τον φόβο ή την απώλεια στα κείμενα, το παιδί στερείται εργαλείων εσωτερικής επεξεργασίας. Όπως γράφει:

 «Τα παραμύθια δεν προσφέρουν λύσεις. Προσφέρουν ανακούφιση μέσω αναγνώρισης και συμβολικής επανάληψης.»

Στην ίδια κατεύθυνση, η Alice Miller, στο έργο της *The Drama of the Gifted Child* (1979), αναδεικνύει πως η επιθυμία των ενηλίκων να φτιάξουν έναν “ευτυχισμένο” κόσμο για το παιδί είναι συχνά μηχανισμός άρνησης της δικής τους πικρίας:

 «Όταν αρνούμαστε να μιλήσουμε στο παιδί για τον πόνο, του στερούμε την πρόσβαση στην αλήθεια — και κατ’ επέκταση, στην αυτογνωσία.»

Αυτός ο φόβος απέναντι στο ρεαλιστικό μπορεί να ερμηνευθεί ψυχαναλυτικά ως άμυνα. Οι γονείς και οι συγγραφείς επιλέγουν το γλυκανάλατο όχι απαραίτητα επειδή υποτιμούν το παιδί, αλλά επειδή συχνά “δεν έχουν μεταβολίσει οι ίδιοι τις σκιές τους”. Αντι projectάρουν — δηλαδή προβάλλουν στο παιδί την ανάγκη να «σωθεί» από κάθε μορφή πόνου που οι ίδιοι δεν άντεξαν να επεξεργαστούν.

Ο Winnicott τόνισε πως το παιδί δεν χρειάζεται μια τέλεια μητέρα, αλλά μια “αρκετά καλή μητέρα” (good enough mother), ικανή να ανταποκρίνεται με ευαισθησία στις ανάγκες του, να το απογοητεύει σταδιακά με τρόπο διαχειρίσιμο και να του επιτρέπει την ψυχική αυτονομία. Αυτή η θεωρία περιγράφεται αναλυτικά στο έργο του “The Maturational Processes and the Facilitating Environment”(1965).

Δεν ζητάμε σκοτεινά ή βαριά βιβλία. Ζητάμε ειλικρινή βιβλία που εμπιστεύονται τον μικρό αναγνώστη ως πρόσωπο. Όπως λέει η Katherine Rundell στο “Why You Should Read Children’s Books, Even Though You Are So Old and Wise”:

 «Τα παιδιά διακρίνουν το αυθεντικό. Και συγχωρούν πολλά — εκτός από το να τα υποτιμήσεις.»

Είναι άλλο πράγμα η απλότητα και άλλο η απλοϊκότητα.

Το καλό παιδικό βιβλίο αφήνει χώρο για ανάσα, για ερώτημα, για σκιά. Δεν φοβάται να αφήσει πράγματα να υπονοηθούν. Δεν τυλίγει την αγωνία με σελοφάν. Δεν παριστάνει πως όλα είναι καλά — όταν το παιδί ήδη νιώθει πως κάτι μέσα του πονάει.

Δεν πρόκειται για μομφή σε συγγραφείς. Πρόκειται για μια πρόσκληση σε πιο ειλικρινή γραφή. Η οποία, όπως απέδειξαν οι Sendak, Carroll, Lindgren, Sachar, L’Engle και άλλοι, μπορεί να αγγίξει βαθιά και διαχρονικά.

Όπως γράφει η Ursula K. Le Guin στο δοκίμιό της “The Operating Instructions” (2011):

 «Τα παιδιά δεν διαβάζουν για να πάρουν απαντήσεις. Διαβάζουν για να συναντήσουν ερωτήσεις που νιώθουν μέσα τους — αλλά δεν τολμούν να πουν.»

Αν γράφουμε για παιδιά, οφείλουμε να ακούμε αυτό που δεν λέγεται. Και να τοποθετούμε τις λέξεις μας, όχι σαν ζάχαρη πάνω σε πληγή, αλλά σαν ήσυχη παρουσία δίπλα της.

Η παιδικότητα είναι βάθος — όχι ρηχότητα. Και το παιδικό βιβλίο μπορεί να είναι όχημα γι’ αυτό το βάθος. Αρκεί να μην ξεχνάμε ποιος διαβάζει. Και γιατί.

@vsgourelli

Vicky Sgourelli Author /Publisher at Books with Shoes Publications and Unspotted magazine, EFL/SEN Teacher and Head Director of studies and founder of L.O.V.E (Learn Only Via Empathy) private Language school.