Γοβάκια από Πάγο – Η Σακατζαγούια και άλλες γυναίκες της Λίλιας Τσούβα
Βίκυ Σγουρέλλη
Οι «γυναικείες φωνές που χάθηκαν» (οπισθόφυλλο) επανέρχονται με ποιητικό, πολιτικό και στοχαστικό τρόπο στο βιβλίο της Λίλιας Τσούβα Γοβάκια από Πάγο – Η Σακατζαγούια και άλλες γυναίκες (εκδ. Κουκκίδα, 2022). Μέσα από θραύσματα ιστορικής και μυθοπλαστικής μνήμης, η Τσούβα αρθρώνει μια σύγχρονη, φεμινιστική και λογοτεχνική πρόταση: να ανασυστήσουμε το υποκείμενο «γυναίκα» όχι ως ηρωίδα ή θύμα, αλλά ως φορέα γνώσης, επιθυμίας και αντίστασης.
Νεοσυμβολισμός- Φεμινισμός- Ιμπρεσιονισμός & ίχνη Εξπρεσιονισμού
Το έργο της Λίλιας Τσούβα εντάσσεται αισθητικά σε ένα υβριδικό λογοτεχνικό ρεύμα που συνομιλεί με στοιχεία του νεοσυμβολισμού, του φεμινισμού και του ιμπρεσιονισμού. Η χρήση έντονης μεταφοράς, η ελλειπτικότητα, η υποβλητική γλώσσα και η μουσικότητα της πρόζας υποδηλώνουν μια γραφή που στοχεύει όχι τόσο στην αναπαράσταση, όσο στη συγκίνηση και την ανάδυση της μνήμης ως αισθητηριακής εμπειρίας. Η Τσούβα ενσωματώνει αφηγηματικά σπαράγματα, αποσπασματικές φωνές και λεκτικές εικόνες που παραπέμπουν σε μια λογοτεχνική παράδοση συγγραφέων όπως η Μαργαρίτα Λυμπεράκη ή η Βιρτζίνια Γουλφ, με έντονο προσανατολισμό προς το εσωτερικό τοπίο της γυναικείας εμπειρίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η λογοτεχνική ανάλυση με όρους συμβολισμού, μεταφοράς και ψυχικής εντύπωσης αποτελεί όχι απλώς ερμηνευτικό εργαλείο, αλλά αναγκαίο μέσο πρόσβασης στη δομή και την πρόθεση του έργου.
Παρότι κυριαρχεί ένα λυρικό, ελλειπτικό ύφος, το έργο της Τσούβα ενίοτε διαρρηγνύεται από στιγμές έντονης ψυχικής και σωματικής έντασης που παραπέμπουν σε εξπρεσιονιστικές καταβολές: η σιωπή γίνεται κραυγή, το σώμα παραμορφώνεται ως συμβολικό φορτίο (π.χ. Υπατία, Ροσβίτα), και η αφήγηση αποκτά σχεδόν θεατρική βαρύτητα. Η εξπρεσιονιστική διάσταση δεν είναι κυρίαρχη, αλλά λειτουργεί ως υπόγεια παρουσία – μια σκιά που διαμορφώνει τον ψυχικό ορίζοντα της γραφής, εκεί όπου το τραύμα γίνεται εικόνα και η γλώσσα λειτουργεί ως χειρονομία αντίστασης. Οπότε η εξπρεσιονιστική διάσταση δεν αναιρεί την ιμπρεσιονιστική, αλλά λειτουργεί ως δραματική εξάρθρωση εντός του ίδιου υφολογικού σύμπαντος.
Η φεμινιστική ψυχαναλυτική
Το κείμενο της Τσούβα διαβάζεται ως ένα πολυφωνικό και λυρικό σώμα, στο οποίο η μεταφορά, ο συμβολισμός και η εντύπωση υποκαθιστούν τη γραμμική αφήγηση. Η Τσούβα δεν αφηγείται Ιστορία, αλλά οργανώνει έναν λυρικό χορό φωνών που έρχονται από διαφορετικούς χρόνους και τόπους, αλλά μιλούν με κοινή στοχαστική και υπαρξιακή ένταση.Όπως υποστηρίζει η Hélène Cixous, η γυναικεία γραφή δεν ακολουθεί τις λογικές, κάθετες δομές του πατριαρχικού λόγου, αλλά αναπτύσσεται μέσα από την ποιητική ροή, το σώμα και την επιθυμία. Η σιωπή, η αποκοπή και το άρρητο γίνονται φορείς μνήμης και ταυτότητας. Συνεπώς, η ανάλυση που ακολουθεί δεν είναι μόνο φιλολογική ή ιστορική αλλά είναι βαθιά συναισθηματική, γλωσσική και υπαρξιακή.
Σώμα, Ιστορία και Μνήμη
Η αφήγηση «Η ιέρεια των νερών» (σσ. 11–16) επεξεργάζεται τον βιβλικό μύθο της Ιουδίθ ως μια πράξη ηθικού θάρρους και στρατηγικής ευφυΐας. Η ηρωίδα, με τη συγκατάθεση των πρεσβυτέρων της πόλης, ντύνεται επίσημα, εμφανίζεται θελκτική, αποπλανά τον στρατηγό και τον αποκεφαλίζει για να σώσει τον λαό της.
Δεν πρόκειται για αναπαραγωγή στερεοτύπων, αλλά για συνειδητή χρήση των διαθέσιμων μέσων της – το σώμα, το βλέμμα, την ευφυΐα – προς έναν ανώτερο σκοπό. Η αποπλάνηση εδώ είναι πράξη ελευθερίας, όχι αντικειμενοποίησης. Είναι ηθική δύναμη μεταμφιεσμένη σε σαγήνη. Η Ιουδίθ δεν επιδιώκει δόξα ή αναγνώριση για την πράξη της. Το κεφάλι του Ολοφέρνη δεν είναι λάφυρο, αλλά σύμβολο λύτρωσης.
Η στάση της παραπέμπει στις τραγικές μορφές της λογοτεχνίας που δεν δρουν για προσωπικό όφελος, αλλά για να αποκαταστήσουν την ηθική τάξη. Η πράξη της γυναίκας να μιλήσει και να ενεργήσει είναι βαθιά πολιτική. Η πράξη της Ιουδίθ, αν και βίαιη, εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο συλλογικής επιβίωσης και ιστορικής αποκατάστασης. Από ψυχαναλυτική σκοπιά, η Julia Kristeva ερμηνεύει τέτοιες πράξεις ως τελετουργικές απαντήσεις σε απωθημένα τραύματα συλλογικής ταυτότητας· η Ιουδίθ δεν καταστρέφει απλώς τον εχθρό, αλλά αναγεννά την κοινότητα μέσα από ένα οριακό συμβάν εξιλέωσης.
Η Σαπφώ, «ὀχτάχορδη τη λέγανε τη λύρα» , προσεγγίζεται όχι μόνο ως ποιήτρια αλλά ως ιδεότυπος της γυναικείας λυρικής φωνής που διαχέεται πέρα από τον ερωτικό λόγο, σε μια ιστορική κληρονομιά γυναικείας γραφής. Η αναφορά στο ειλτάρι υπογραμμίζει το αρχείο που χάνεται – μια ενθύμηση της ανάγκης οι γυναίκες να γράφουν τον εαυτό τους. Η Hélène Cixous, στο εμβληματικό της δοκίμιο The Laugh of the Medusa (1975), υπερασπίζεται την ανάγκη οι γυναίκες να επαναδιεκδικήσουν τη γλώσσα ως χώρο σωματικής και ψυχικής ελευθερίας. Η Σαπφώ ενσαρκώνει αυτή τη γραφή του σώματος και του ερωτισμού που μετατρέπει τον πόνο σε ρυθμό και την επιθυμία σε ιστορία. Η αναφορά στο ειλτάρι (σ. 27, σημ. 5) υπογραμμίζει το αρχείο που χάνεται – μια ενθύμηση της ανάγκης οι γυναίκες να γράφουν τον εαυτό τους.
Επανατοποθετώντας τη θηλυκότητα
Η ιστορία της Sojourner Truth , «Δεν είμαι εγώ γυναίκα;», αποτελεί μια οραματική φεμινιστική χειρονομία. Η Τσούβα μεταγράφει την περίφημη ρήση με στοχαστική ευαισθησία. Η Σοτζούρνερ υψώνει ανάστημα απέναντι σε μια τάξη που αμφισβητεί τη γυναικεία της ταυτότητα λόγω χρώματος και κόπωσης. Το σώμα της είναι ο χάρτης της καταπίεσης – και της επιβίωσης. Σύμφωνα με τη φεμινιστική θεωρία της bell hooks, οι μαύρες γυναίκες ιστορικά έχουν αποκλειστεί τόσο από τον λευκό φεμινισμό όσο και από τον μαύρο ανδρικό ακτιβισμό (Ain’t I a Woman, 1981). Η Σοτζούρνερ γίνεται σύμβολο μιας τριπλής περιθωριοποίησης – λόγω φύλου, φυλής και τάξης – και παράλληλα μιας ανθεκτικής ταυτότητας που επιμένει να διεκδικεί δημόσιο λόγο.
Ανάλογα, η Υπατία στην «Αφέγγαρη νύχτα» , «μια γυναίκα, μια δασκάλα, μια επιστήμονας» (, μαρτυρά το πώς η επιστήμη και η πνευματικότητα των γυναικών ποινικοποιήθηκαν. Η διαπόμπευση και ο βίαιος θάνατός της αποκαλύπτουν πώς η ιστορία συχνά εξουδετερώνει την ανεξαρτησία των γυναικών, ιδίως όταν διανοούνται δημοσίως.
Η περίπτωση της Υπατίας θυμίζει την ψυχαναλυτική ερμηνεία της Julia Kristeva, όπως αυτή διατυπώνεται στο δοκίμιο Stabat Mater (1983), όπου η μητέρα και η γυναικεία μορφή νοούνται ως παράδοξα: πηγή ιερότητας αλλά και υποκείμενο προς αποβολή. Σε αυτό το πλαίσιο, η Υπατία, ως γυναίκα του λόγου και της σκέψης, μετατρέπεται σε απειλητική φιγούρα για τον λόγο της εξουσίας και τιμωρείται με εξοστρακισμό. – μια μορφή που, όταν ξεπερνά τα κοινωνικά όρια, καταδιώκεται ως ξένο σώμα. Η Υπατία, ως γυναίκα της λογικής σε θρησκευτικό κόσμο φανατισμού, δεν συγχωρείται.
Ιστορικός αναθεωρητισμός και ετερότητα
Η ιστορία της Σακατζαγούια προσφέρεται για έναν διάλογο με τη σύγχρονη συζήτηση περί ταυτότητας και ιθαγένειας. Η φιγούρα της Ινδιάνας που καθοδηγεί τους λευκούς εξερευνητές αποδίδεται εδώ με τρυφερότητα και πολιτική επίγνωση. Η Τσούβα της προσδίδει φωνή και μνήμη: «Ακόμη και σήμερα… ακούγεται η φωνή της αγαπημένης της γιαγιάς» . Πρόκειται για μια ποιητική αναψηλάφηση της αποικιοκρατικής αφήγησης. Η φωνή της θυμίζει την έννοια του μητρικού συμβόλου – η φωνή της προγιαγιάς που μιλά πριν από τη γλώσσα, πριν από την Ιστορία, ως υπόκωφη επιβίωση της γυναικείας γενεαλογίας.
Παρόμοια, η Ροσβίτα του Gandersheim , μοναχή και συγγραφέας, αρθρώνει έναν λογοτεχνικό λόγο μέσα από την ασκητική σιωπή. Η ανάμνηση της ως “πρώτης Ευρωπαίας ποιήτριας μετά τη Σαπφώ” (σ. 71) αναθεωρεί την κανονικότητα της λογοτεχνικής ιστορίας, προσδίδοντας σε γυναικείες μορφές του Μεσαίωνα δημιουργική φωνή. Η Rosvita, μέσα από την εκκλησιαστική σιωπή και τον περιορισμό γράφει μέσα από τη σιωπή, με τρόπο που διαβρώνει τα σύνορα ανάμεσα στο θείο, το ποιητικό και το γυναικείο υποκείμενο.
Η εικόνα ως μνήμη και παύση
Η εικαστική διάσταση του βιβλίου δεν λειτουργεί ως συνοδευτική ή διακοσμητική, αλλά ως οργανικό μέρος της αφηγηματικής πρόθεσης. Οι εικόνες — είτε πρόκειται για πορτρέτα, ιστορικά ντοκουμέντα ή καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις — δεν εξηγούνται, δεν περιγράφονται, αλλά εντάσσονται στον ρυθμό του έργου ως παύσεις που εντείνουν τη μνήμη και το βίωμα. Σε αυτό το πλαίσιο, η εικόνα δεν “εικονογραφεί” το κείμενο, αλλά το διακόπτει, το σχολιάζει και το επεκτείνει, λειτουργώντας ως χώρος συναισθηματικής και πολιτισμικής ενεργοποίησης. Η χρήση της εικόνας ως “σιωπηλής φωνής” ευθυγραμμίζεται με τη φεμινιστική λογική της γραφής του σώματος και της θραυσματικής αφήγησης που κυριαρχεί σε όλο το έργο.
Καταλήγoντας …
Το βιβλίο Γοβάκια από Πάγο είναι μια πράξη μνημονικής αντίστασης. Η Τσούβα επιτελεί μια λογοτεχνική επιμνημόσυνη λειτουργία, όχι προς τιμήν των ηρωίδων, αλλά προς επιβίωση των φωνών τους μέσα στον σύγχρονο διάλογο για το φύλο, την ιστορία και την ετερότητα. Σε έναν κόσμο όπου οι γυναίκες συχνά γράφονται με αποσιωπητικά, η Τσούβα βάζει τελείες. Και ξαναρχίζει.